συστρεβλώ

συστρεβλώ
-όω, Α
(το μέσ.) συστρεβλοῦμαι, -όομαι
φέρομαι με πανουργία σε κάποιον («ἐν μὲν τοῑς ὁσίοις ὅσιός ἐστιν ὁ Θεὸς... ἐν δὲ τοῑς στρεβλοῑς οὐ στρεβλός, ἀλλὰ συστρεβλούμενος αὐτοῑς διὰ τὸ εὔφημον», Ωριγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στρεβλῶ «συστρέφω, περιτυλίσσω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”